- καρυδώνω
- (Μ καρυδώ -όω) [καρύδι]νεοελλ.φονεύω κάποιον στρίβοντας το καρύδι τού λαιμού τουμσν.ευνουχίζω ίππο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρυδώνω — καρυδώνω, καρύδωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρυδώνω — καρύδωσα, καρυδώθηκα, καρυδωμένος, στρίβω το λαρύγγι κάποιου και τον σκοτώνω: Μην πεις τίποτα, γιατί θα σε καρυδώσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρύδωμα — το [καρυδώνω] το στρίψιμο τού καρυδιού τού λάρυγγα και ο θάνατος που επέρχεται από αυτό … Dictionary of Greek
καρύδωσις — καρύδωσις, ή [καρυδώνω] (Μ) ο ευνουχισμός ίππου … Dictionary of Greek